- φρατορία
- φρατ-ορία, ἡ,A = φράτρα, Sch.Ar.Av.766, Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρατορία — φρατορίᾱ , φρατορία fem nom/voc/acc dual φρατορίᾱ , φρατορία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρατορία — ἡ, Α [φράτωρ, ορος] φράτρα* … Dictionary of Greek
φρατορίαν — φρατορίᾱν , φρατορία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρατορίαρχος — ὁ, Α φατρίαρχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρατορία + αρχος*] … Dictionary of Greek